τριτάξιος

τριτάξιος
-α, -ο, Ν
1. αυτός που αποτελείται από τρεις τάξεις
2. φρ. «τριτάξιο δημοτικό σχολείο» — σχολείο με τρεις δασκάλους για τις έξι τάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -τάξιος (< τάξη), πρβλ. εξα-τάξιος. Το επίθ., στο ουδ. τριτάξιον, μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριτάξιος — α, ο που έχει τρεις τάξεις: Τριτάξιο Λύκειο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξατάξιος — α, ο που έχει έξι τάξεις ή που έχει έξι δασκάλους (πρβλ. μονοτάξιος, τριτάξιος κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”